- χάρακας
- Oνομασία 2 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Φωτιά (υψόμ. 275 μ.) και το Δωράκι (υψόμ. 310 μ.).
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.), στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) και βρίσκεται στο βόρειο μέρος της επαρχίας, BA των Μολάων.
* * *ο / χάραξ, -ακος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χάραξ Ν, και ως θηλ. χάραξ, -ακος, ἡ, Ανεοελλ.1. τετραγωνικός ή κυλινδρικός κανόνας για τη χάραξη ευθειών γραμμών, ρίγα2. φύλλο χαρτιού με παράλληλες γραμμές έντονου χρώματος, το οποίο τοποθετείται κάτω από λευκά φύλλα για ευθυγράμμιση τής γραφής3. (στον λόγιο τ.) γένος θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, στο οποίο ανήκει και η κοινώς γνωστή χαρακίδαμσν.-αρχ.1. διχαλωτό ραβδί για τη στήριξη τού αμπελιού2. τόπος περιφραγμένος με πασσάλους για οχύρωσή του3. περίφραγμα, οχυρωματικός φράχτης από αιχμηρούς πασσάλους4. μικρό κλαδί, κομμένο κυρίως από δένδρο ελιάςαρχ.1. πάσσαλος για την οχύρωση στρατοπέδου2. είδος επιδέσμου3. είδος δηλητηρίου4. (με περιλπτ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ακανθώδη φυτά5. ζωολ. α) είδος ψαριού τής οικογένειας σπαρίδεςβ) είδος ψαριού που ζει στην Ερυθρά Θάλασσα6. παροιμ. «ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον» — λεγόταν γι' αυτούς που έδειχναν εμπιστοσύνη σε κάτι το επισφαλές.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαράσσω].
Dictionary of Greek. 2013.